- ιθυκρήδεμνος
- ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰθυκρηδέμνων — ἰθυκρήδεμνος with canvas set masc/fem/neut gen pl ἰθυκρηδέμνων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek